τρισέληνος

τρισέληνος
τρισέληνος
of three moons
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρισέληνος — ον, Α 1. αυτός που αντιστοιχεί σε τρεις σελήνες («πλάτος τρισέληνον», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί τρεις σελήνες, τρεις νύχτες («Ἀλκμήνης τρισέληνος ἀκοίτης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. δωδεκα σέληνος] …   Dictionary of Greek

  • τρισέληνον — τρισέληνος of three moons masc/fem acc sg τρισέληνος of three moons neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισελήνῳ — τρισέληνος of three moons masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισέληνε — τρισέληνος of three moons masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”